σίτηση — η / σίτησις ήσεως, ΝΜΑ, και ερετρ. τ. σίτηρις, Α [σιτῶ] η παροχή ή η λήψη τροφής, η διατροφή (α. «έπρεπε να εξασφαλίσει τη σίτηση και τη διαμονή του» β. «τὴν τοιαύτην σίτησιν καὶ δίαιταν», Πλάτ. γ. «οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι τὸν σῑτον ἀλλ ἐπὶ… … Dictionary of Greek
σίτηση — η λήψη τροφής, το να γευματίζει κάποιος: Εξασφάλισε δωρεάν σίτηση στη Λέσχη του πανεπιστημίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτίο — το / σιτίον, ΝΜΑ [σῑτος] συνήθως στον πληθ. τα σιτία τρόφιμα, προμήθειες (α. «σιτία γυλιού» τα τρόφιμα που έχει ο οπλίτης στον γυλιό του και τά χρησιμοποιεί σε περίπτωση μη εφοδιασμού β. «σιτία και ποτά», Πλάτ. γ. «εἴ τι σιτίον ἢ ποτὸν ἦν», Ξεν.) … Dictionary of Greek
ἀσιτήσῃ — ἀσῑτήσῃ , ἀσιτέω abstain from food aor subj mid 2nd sg ἀσῑτήσῃ , ἀσιτέω abstain from food aor subj act 3rd sg ἀσῑτήσῃ , ἀσιτέω abstain from food fut ind mid 2nd sg ἀ̱σιτήσῃ , ἀσιτέω abstain from food futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτηρις — ήρεως, ἡ, Α βλ. σίτηση … Dictionary of Greek
σίτιση — η / σίτισις, ίσεως, ΝΜΑ [σιτίζω] η σίτηση … Dictionary of Greek
συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά … Dictionary of Greek